- εξικμάζω
- ἐξικμάζω (Α)1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῡ γεώδους», Αριστοτ.)2. αποβάλλω υγρασία3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.)4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου5. αναζητώ, ερευνώ («τάδ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. εξ + ικμάζω «υγραίνω, βρέχω» (< ικμάς «υγρασία»)].
Dictionary of Greek. 2013.